- επολισθανω
- ἐπολισθάνωἐπ-ολισθάνω1) соскальзывать, падать
(ἐς βυθόν Anth.)
2) перен. впадать(μείζοσιν ἀμπλακίαις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐς βυθόν Anth.)
(μείζοσιν ἀμπλακίαις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επολισθάνω — ἐπολισθάνω (Α) 1. γλιστρώ 2. πέφτω σε λάθος, σε παράπτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ολισθάνω «γλιστρώ»] … Dictionary of Greek
ἐπολισθήσω — ἐπολισθάνω slip aor subj act 1st sg ἐπολισθάνω slip fut ind act 1st sg ἐπολισθάνω slip aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπολισθαίνει — ἐπολισθάνω slip pres ind mp 2nd sg ἐπολισθάνω slip pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπολισθαίνω — ἐπολισθάνω slip pres subj act 1st sg ἐπολισθάνω slip pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπολισθαινούσης — ἐπολισθάνω slip pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπολισθάνοντες — ἐπολισθάνω slip pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπολισθάνουσαν — ἐπολισθάνω slip pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπολίσθησαν — ἐπολισθάνω slip aor ind act 3rd pl (homeric ionic) πολίζω build a city aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωλίσθησα — ἐπολισθάνω slip aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωλίσθησε — ἐπολισθάνω slip aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωλίσθησεν — ἐπολισθάνω slip aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)